οριπέδιον

οριπέδιον
ὀριπέδιον, τὸ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. οροπέδιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οροπέδιο — Ευρεία εδαφική επιφάνεια, επίπεδη ή ελαφρά κυματοειδής, που βρίσκεται το λιγότερο μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Μπορεί να περιορίζεται ολόγυρα από απότομες κλίσεις ή από οροσειρές ή ακόμα να διαπερνιέται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”